- καύσῳ
- καύ̱σῳ , καῦσοςcaususmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυσώ — καυσῶ, όω (Α) [καύσος] 1. θερμαίνω 2. παθ. καυσοῡμαι, όομαι α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ) β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο* … Dictionary of Greek
καύσω — καίω kindle aor subj act 1st sg καίω kindle fut ind act 1st sg καίω kindle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) καύ̱σω , καῦσος causus masc nom/voc/acc dual καύ̱σω , καῦσος causus masc gen sg (doric aeolic) καυσόω heat pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καψώνω — (Μ καψώνω) ζεσταίνω, καίω νεοελλ. 1. δεν αντέχω τον καύσωνα 2. μτφ. α) εξοργίζω κάποιον β) εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυσῶ «ζεσταίνω» (πρβλ. κάψω < καύ σω)] … Dictionary of Greek
καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… … Dictionary of Greek
καύσωμα — καύσωμα, τὸ (Α) [καυσώ] ισχυρή θερμότητα, πύρωση, καύμα … Dictionary of Greek